στρατήγημα — act of a general neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατήγημα — το 1. πολεμικό τέχνασμα. 2. έξυπνο μέσο, επινόημα: Κατέβαλε τον αντίπαλό του με στρατήγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατηγημάτων — στρατήγημα act of a general neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγήμασι — στρατήγημα act of a general neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγήμασιν — στρατήγημα act of a general neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγήματα — στρατήγημα act of a general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγήματι — στρατήγημα act of a general neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγήματος — στρατήγημα act of a general neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστρατηγώ — (AM καταστρατηγῶ, έω) νικώ με στρατήγημα ή τέχνασμα, επικρατώ με δόλο, καταπολεμώ νεοελλ. μτφ. παραβιάζω δολίως νόμο, συμφωνία κ.λπ., παραβαίνω, αθετώ, καταπατώ, αναιρώ αρχ. 1. μτφ. απατώ, εξαπατώ 2. αντιδρώ με τέχνασμα, αντιπράττω με στρατήγημα … Dictionary of Greek
Kriegslist — Eine Strategie ist ein längerfristig ausgerichtetes planvolles Anstreben einer vorteilhaften Lage oder eines Ziels. Formal mathematisch ist eine Strategie eine Folge von Funktionen von einer Zustandsmenge (zum Beispiel die Menge der denkbaren… … Deutsch Wikipedia